Οι ελιγμοί των Ελλήνων τραπεζιτών τους επέτρεψαν να μετακυλήσουν στους πελάτες τους τόσο τα έσοδα που έχασαν από προμήθειες λόγω των κυβερνητικών μέτρων όσο και τους τόκους που εισέπρατταν λόγω της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Τα καθαρά κέρδη των τραπεζών
Τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Πειραιώς, Εθνική, Alpha Bank και Eurobank) διαμορφώθηκαν σε 2,4 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 4% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρσι.
Το «θαύμα» είναι ότι τα έσοδα από προμήθειες των τεσσάρων αυτών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 13% και έφτασαν το 1,1 δισ. ευρώ, παρά τα κυβερνητικά μέτρα για τη μείωση του εξωφρενικού κόστους που χρέωναν για απλές καθημερινές συναλλαγές, όπως μεταφορές, εμβάσματα, αναλήψεις κ.λπ.
Η εξήγηση είναι ότι οι τράπεζες οδήγησαν τους πελάτες τους να μεταφέρουν χρήματα από τις καταθέσεις σε αμοιβαία κεφάλαια, όπου οι προμήθειες είναι ελεύθερες (όπως ήδη έχει αναλύσει το iEidiseis.gr – δείτε πατώντας ΕΔΩ).
Έτσι, τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν από τα αμοιβαία κεφάλαια, όπου -κι αυτό δεν είναι έκπληξη- οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν κι εκεί υψηλότερες προμήθειες από ό,τι οι ευρωπαϊκές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ESMA (European Securities and Markets Authority) την ευρωπαϊκή αρχή των Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς και έρευνα της ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η μέση προμήθεια για τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια στην Ελλάδα είναι 2,24%, κατά 60% υψηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι 1,40%. Για τα ομολογιακά αμοιβαία η μέση προμήθεια είναι 1,09% στην Ελλάδα, 27% μεγαλύτερη από ότι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος που είναι 0,86%. Ενώ για μικτά αμοιβαία κεφάλαια, η μέση προμήθεια στην Ελλάδα είναι 1,83%, κατά 26% ψηλότερη από τη μέση ευρωπαϊκή.
Τα επιτόκια
Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από τόκους για τις ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν κατά 2% συνολικά, καθώς η ΕΚΤ μείωσε στο 2% (από 4% που ήταν στις αρχές του 2024) το επιτόκιο που πληρώνει στις τράπεζες όταν παρκάρουν σε αυτήν τα χρήματα που μαζεύουν από καταθέσεις πελατών, στους οποίους πλήρωναν σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Η διαφορά μεταξύ των χαμηλών επιτοκίων που πληρώνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους, από το υψηλό επιτόκιο που εισπράττουν οι ίδιες από την ΕΚΤ, το λεγόμενο «σπρεντ», ήταν η βασική πηγή των εύκολων και άκοπων εσόδων που έγραφαν τα τρία τελευταία χρόνια στους ισολογισμούς τους.
Επειδή αυτά τα εύκολα έσοδα από το «γύρισμα» των καταθέσεων μειώθηκαν, οι ελληνικές τράπεζες, έκαναν τα «μαγικά» τους για να προστατεύσουν τα κέρδη τους.
Από τη μια, μείωσαν ακόμη περισσότερο τα επιτόκια καταθέσεων, τα οποία, ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη.
Τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας στην Ελλάδα υποχώρησαν στο 1,2% τον περασμένο Ιούνιο, από 1,9% ένα χρόνο πριν, (μείωση κατά 38%) και είναι τα δεύτερα χαμηλότερα στην ευρωζώνη, μετά την Κύπρο όπου είναι 1,1%. Ο μέσος όρος για τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας στην ευρωζώνη είναι 1,81% και στην Ολλανδία, που έχει το υψηλότερο είναι 2,3%.
Σημειωτέον ότι για τις καταθέσεις χωρίς προθεσμία, που είναι και πάνω από το 70% του συνόλου, οι ελληνικές τράπεζες πληρώνουν πρατικά μηδενικό επιτόκιο (0,01%) που είναι το χαμηλότερο στην ευρωζώνη.
Στα δάνεια, οι τράπεζες μείωσαν το επιτόκιο για τα επιχειρηματικά δάνεια από το 5,74% πέρσι τον Ιούνιο, στο 4,15% φέτος (μείωση κατά 27%) τη στιγμή που μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι χαμηλότερος, στο 3,61%, αλλά παρουσιάζουν αυξημένο όγκο δανείων, που σημαίνει ότι τα έσοδα από τόκους και προμήθειες δανείων συνολικά ήταν αυξημένα.
Στα καταναλωτικά δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να χρεώνουν ένα από τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη, καθώς φτάνει το 10,19%, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 7,40%, περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος.
Οι τράπεζες κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων εξαμήνου, έδωσαν έμφαση στην αύξηση των χορηγήσεων προβάλλοντας την εικόνα ότι αύξησαν τη χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές και να βελτιώσουν την δημόσια εικόνα τους που έχει πληγεί σημαντικά από τις υψηλές προμήθειες που χρέωναν «για ασήμαντον αφορμή» μέχρι να επιβληθούν οι κυβερνητικοί περιορισμοί.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, η αύξηση των συνολικών ποσών που χορηγούνται ως δάνεια, δεν σημαίνει και ότι αυξήθηκε ο αριθμός των επιχειρήσεων ή των νοικοκυριών που έγιναν επιλέξιμες για δανειοδότηση, αφού στην πραγματικότητα οι ίδιοι πήραν περισσότερα δάνεια.
Η αύξηση των δανείων οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στις δανειοδοτήσεις που δίνονται στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, που έχουν επιταχυνθεί το τελευταίο διάστημα και θα κορυφωθούν μέχρι το τέλος του 2026, αλλά και σε προγράμματα όπως το Εξοικονομώ για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ΤΕΠΙΧ κ.λπ.
No comments:
Post a Comment
Η Φωνή του Λ.Σ. δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχετε από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οιασδήποτε φύσεως ευθύνη. Για οποιαδήποτε παράπονα και διευκρινίσεις ή αν επιθυμείτε να διαγράψουμε ένα άρθρο ή ένα σχόλιο μπορείτε να στείλετε το μήνυμα σας στο group.voice.ls@gmail.com.