Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης – 26 Οκτωβρίου 1912: Μια νύχτα που άλλαξε την ιστορία - Φωνή του Λ.Σ.

Breaking

26.10.25

Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης – 26 Οκτωβρίου 1912: Μια νύχτα που άλλαξε την ιστορία


 Η 26η Οκτωβρίου 1912 αποτελεί ορόσημο στη νεότερη ελληνική ιστορία: την ημέρα εκείνη, ανήμερα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό και πέρασε ξανά σε ελληνικά χέρια. Το γεγονός αυτό, γεμάτο ηρωισμό και αποφασιστικές κινήσεις, συντελέστηκε εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων – μιας ταραγμένης περιόδου όπου οι βαλκανικές χώρες συνασπίστηκαν εναντίον της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Hall 2000). Σε λιγότερο από ένα μήνα από την κήρυξη του πολέμου, ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε με ταχύτατη προέλαση να πραγματώσει έναν διακαή εθνικό πόθο, γράφοντας μια σελίδα δόξας που έκτοτε τιμάται πανηγυρικά κάθε χρόνο.

Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης:  Ιστορικό πλαίσιο των Βαλκανικών Πολέμων

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι λαοί της Βαλκανικής διεκδικούσαν την αυτοδιάθεσή τους καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή. Το 1912, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο συγκρότησαν τον Βαλκανικό Συνασπισμό και κήρυξαν σχεδόν ταυτόχρονα πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με στόχο την απελευθέρωση εδαφών και τους εκεί χριστιανικούς πληθυσμούς (Hall 2000). Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στις αρχές Οκτωβρίου 1912, δημιουργώντας ένα πολυμέτωπο αγώνα από την Ήπειρο και τη Μακεδονία μέχρι τη Θράκη. Η περιοχή της Μακεδονίας, ειδικότερα, είχε τεράστια στρατηγική και συναισθηματική σημασία: αποτελούσε κόμβο εμπορίου και πολιτισμών, αλλά και πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο λιμάνι της Μακεδονίας και πύλη των Βαλκανίων προς το Αιγαίο, αναδείχθηκε στο πολύτιμο έπαθλο του πολέμου αυτού – ένας στόχος μείζονος γεωπολιτικής σημασίας που διεκδικούσαν σθεναρά τόσο η Ελλάδα όσο και η Βουλγαρία (Καράβας 2014). Οι δύο χώρες θεωρούσαν την πόλη κλειδί για την κατοχύρωση της παρουσίας τους στη Μακεδονία και την εξασφάλιση θαλάσσιας εξόδου στο Αιγαίο. Έτσι, από την έναρξη των επιχειρήσεων, διαφαινόταν ότι η κούρσα για τη “φυσική πρωτεύουσα” της Μακεδονίας θα ήταν καθοριστική για την έκβαση του πολέμου.

Στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις πριν και κατά την απελευθέρωση

Ο ελληνικός στρατός, υπό τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο ως αρχιστράτηγο, διέβη τα σύνορα της Θεσσαλίας στις 5 Οκτωβρίου 1912, ξεκινώντας την προέλασή του στη Μακεδονία (Hall 2000). Μέσα σε λίγες εβδομάδες σημείωσε αλλεπάλληλες νίκες: στην Ελασσόνα και το Σαραντάπορο (9-10 Οκτωβρίου) έσπασε την πρώτη γραμμή άμυνας των Οθωμανών, ενώ στις 19-20 Οκτωβρίου η αποφασιστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών άνοιξε διάπλατα τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, πίσω από τις θριαμβευτικές προελάσεις εκτυλίχθηκε μια σοβαρή στρατηγική διαφωνία ανάμεσα στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε αρχικά να στραφεί βορειοδυτικά προς Μοναστήρι (Μπίτολα) ώστε να συνεργαστεί με τους Σέρβους, θεωρώντας ότι μια τέτοια κίνηση θα ολοκλήρωνε την ελληνική επικράτηση στη Μακεδονία. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας επίγνωση ότι μια βουλγαρική μεραρχία πλησίαζε από τα βορειοανατολικά, επέμεινε πως η απόλυτη προτεραιότητα ήταν η ταχεία κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, ο Βενιζέλος φέρεται να τηλεγράφησε στον αρχιστράτηγο με αυστηρό τόνο: «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής», καθιστώντας σαφές ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση θα έθετε σε κίνδυνο τον εθνικό στόχο (Καράβας 2014). Τελικά, ύστερα και από τη μεσολάβηση του βασιλιά Γεωργίου Αʼ (πατέρα του Κωνσταντίνου), ο διάδοχος συναίνεσε. Έτσι, οι ελληνικές μεραρχίες άλλαξαν κατεύθυνση εγκαίρως προς ανατολάς, φτάνοντας στις 25 Οκτωβρίου στα προάστια της Θεσσαλονίκης πριν από τους Βουλγάρους (Δούσμανης 1946).

Με την πόλη ουσιαστικά περικυκλωμένη από ελληνικές δυνάμεις, ο Οθωμανός διοικητής Χασάν Ταχσίν Πασάς αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε διέξοδος. Οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν απομείνει αποδυναμωμένες και αποκομμένες, καθώς η ελληνική κυριαρχία στη θάλασσα (με ενέργειες όπως ο τορπιλισμός του τουρκικού θωρηκτού Feth-i Bülend στο λιμάνι από τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση) απέτρεπε κάθε ενίσχυση από θαλάσσης (Στούκας 2024). Ήδη από τις 25 Οκτωβρίου ο Ταχσίν Πασάς, επιζητώντας μια έντιμη παράδοση, έστειλε απεσταλμένους στον ελληνικό στρατό ζητώντας να του επιτραπεί να αποχωρήσει με το στράτευμά του οπλισμένο προς τη χερσόνησο του Καραμπουρνού, ώστε να παραμείνει εκεί ουδέτερα μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος απέρριψε κάθε τέτοιο όρο, απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση του τουρκικού στρατού, με τη διαβεβαίωση μάλιστα ότι η Ελλάδα θα αναλάμβανε τη μεταφορά των αιχμαλώτων στη Μικρά Ασία . Τελικά, ο Ταχσίν Πασάς δέχθηκε τους ελληνικούς όρους. Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, συντάχθηκε και υπογράφηκε στο διοικητήριο της πόλης το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τον ίδιο τον Ταχσίν και τους Έλληνες εκπροσώπους, τον συνταγματάρχη Βίκτωρα Δούσμανη και τον λοχαγό Ιωάννη Μεταξά (Δούσμανης 1946). Το κείμενο του πρωτοκόλλου –γραμμένο στα γαλλικά, όπως συνήθιζαν οι διεθνείς συνεννοήσεις της εποχής– περιελάμβανε δέκα άρθρα. Η παράδοση της πόλης αποφασίστηκε να είναι άνευ όρων, με μοναδική παραχώρηση εκ μέρους των νικητών την άδεια στους Τούρκους αξιωματικούς να διατηρήσουν τα ξίφη τους ως ένδειξη τιμής (άρθρο 4 του πρωτοκόλλου) (Δούσμανης 1946). Χαρακτηριστική λεπτομέρεια είναι ότι, αν και οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν γύρω στη 1:30 μετά τα μεσάνυχτα (πρώτες ώρες 27ης Οκτωβρίου), συμφωνήθηκε να φέρει το πρωτόκολλο την ημερομηνία 26 Οκτωβρίου, καθώς η καθυστέρηση οφείλονταν στην τουρκική πλευρά (Δούσμανης 1946). Με αυτόν τον συμβολικό τρόπο, η απελευθέρωση ταυτίστηκε με την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, γεγονός που προσέδωσε ιδιαίτερο πανηγυρικό τόνο.

Η είδηση της παράδοσης διαδόθηκε αστραπιαία. Ήδη πριν ξημερώσει, μικρές ελληνικές προφυλακές εισήλθαν στην πόλη: οι πρώτοι Έλληνες Ευζώνοι, υπό τον υπολοχαγό Κωνσταντίνο Μανωλίδη, μπήκαν έφιπποι στη Θεσσαλονίκη μέσα στη νύχτα για να παραλάβουν τους Τούρκους απεσταλμένους (Ζαφείρης 2019). Τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου ελληνικά τμήματα κατέλαβαν καίριες θέσεις και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο – σύμφωνα με μαρτυρίες, την τιμή να αναρτήσει τη σημαία είχε ο παρών ως έφεδρος αξιωματικός Ίων Δραγούμης (Δραγούμης 2021). Το ίδιο πρωί, δεκάδες ξένοι ανταποκριτές που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη έστελναν τηλεγραφήματα στις ευρωπαϊκές εφημερίδες ανακοινώνοντας ότι η πόλη παραδόθηκε και καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό. Στις 28 Οκτωβρίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε επίσημα στην ελεύθερη πλέον Θεσσαλονίκη με το επιτελείο του και τελέστηκε δοξολογία στον ναό του Αγίου Μηνά, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα.  Την ίδια μέρα, όμως, κατέφθασε καθυστερημένη και η βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Τεοντόροφ. Οι Βούλγαροι, απογοητευμένοι που έχασαν το “τρόπαιο”, απαίτησαν να εισέλθουν στην πόλη – επί της ουσίας για να δηλώσουν παρουσία στο έδαφος της Μακεδονίας. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε κοινή κατοχή. Τελικά, ύστερα από διαβουλεύσεις και πιέσεις, επετράπη συμβολικά η είσοδος μικρού αριθμού βουλγαρικών τμημάτων (δύο τάγματα) για ολιγοήμερη ανάπαυση, υπό την ηγεσία των πριγκίπων Βόρη (Boris) και Κύριλλου της Βουλγαρίας . Ωστόσο, λόγω σύγχυσης –ή σκοπιμότητας– μπήκε τελικά ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης. Οι Βούλγαροι ύψωσαν τη δική τους σημαία σε ένα προάστιο για λίγες μέρες, διακηρύσσοντας συμβολικά ότι ήταν παρόντες στις εξελίξεις. Ο ανταγωνισμός αυτός προμήνυε δυσάρεστες συνέπειες: ο σπόρος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, που θα ξεσπούσε λίγους μήνες αργότερα μεταξύ των πρώην συμμάχων, είχε ήδη φυτευτεί (Hall 2000).

Στρατηγική και γεωπολιτική σημασία της Θεσσαλονίκης

Η επιτυχία της ελληνικής πλευράς να εξασφαλίσει πρώτη τη Θεσσαλονίκη είχε τεράστιο στρατηγικό αντίκτυπο. Η πόλη αποτελούσε τότε έναν από τους σημαντικότερους κόμβους της Νότιας Βαλκανικής: όποιος την έλεγχε, αποκτούσε πρόσβαση στο Αιγαίο Πέλαγος και έλεγχο στις θαλάσσιες οδούς εμπορίου και ανεφοδιασμού. Για τη μικρή τότε Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη έγινε το πολύτιμο «πετράδι στο στέμμα» της – ένα νέο οικονομικό και διοικητικό κέντρο που θα συνέβαλε αποφασιστικά στον διπλασιασμό της έκτασης και του πληθυσμού της χώρας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (Hall 2000). Γεωπολιτικά, η κατοχή της Θεσσαλονίκης εδραίωσε την ελληνική παρουσία στη Μακεδονία, εξουδετέρωσε το βουλγαρικό όραμα για μια “Μεγάλη Βουλγαρία” με διέξοδο στο Αιγαίο και αναβάθμισε το διεθνές κύρος της Ελλάδας ως ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις παρακολουθούσαν στενά τις εξελίξεις γύρω από την πόλη: τυχόν βουλγαρικός έλεγχος στη Θεσσαλονίκη θα ανέτρεπε τις εύθραυστες ισορροπίες στα Βαλκάνια. Με την επιτυχή απελευθέρωση, η Ελλάδα απέκτησε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις μετέπειτα συνθήκες ειρήνης (Συνθήκη Λονδίνου, 1913) κατοχυρώνοντας κυριαρχικά δικαιώματα στη Μακεδονία. Παράλληλα, από στρατιωτική άποψη, η Θεσσαλονίκη χρησίμευσε αμέσως ως πολύτιμη βάση ανεφοδιασμού και μεταφοράς συμμαχικών στρατευμάτων (ιδιαίτερα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λίγα χρόνια αργότερα). Η επιλογή του Ταχσίν Πασά να παραδώσει την πόλη στους Έλληνες –και όχι να την υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων ή να την αφήσει στους Βούλγαρους– υπαγορεύτηκε και από πραγματισμό: γνώριζε ότι η υπεράσπιση ήταν μάταιη στρατιωτικά, ενώ είχε ίσως την ελπίδα καλύτερης μεταχείρισης από τον ελληνικό στρατό. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ο Ταχσίν, που είχε σπουδάσει νέος σε ελληνικό σχολείο στα Ιωάννινα, ένιωθε μάλιστα μια συμπάθεια προς τους Έλληνες και προτίμησε να τους εμπιστευτεί την πόλη (Δούσμανης 1946). Όποια κι αν ήταν τα κίνητρά του, το αποτέλεσμα δικαίωσε την ελληνική στρατηγική: με μια αποφασιστική κίνηση αστραπιαίας προέλασης, η Ελλάδα απέκρουσε τον βουλγαρικό ανταγωνισμό και κατέλαβε ένα σημείο-κλειδί του γεωπολιτικού χάρτη.

Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό εθνικό αφήγημα

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης εγγράφηκε βαθιά στο ελληνικό εθνικό αφήγημα, αποκτώντας διαστάσεις θριάμβου και δικαίωσης. Μετά σχεδόν πέντε αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας (από το 1430), η πολυπόθητη αυτή πόλη “επέστρεψε” στον ελληνικό κορμό, γεγονός που γιορτάστηκε με ασύγκριτο ενθουσιασμό. Στην Αθήνα, η είδηση προκάλεσε ξέσπασμα χαράς: οι καμπάνες ήχησαν χαρμόσυνα και οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους σε αυθόρμητους πανηγυρισμούς, ενώ διατάχθηκε λαμπρός σημαιοστολισμός και φωταγώγηση της πρωτεύουσας (Καράβας 2014). Ο Βενιζέλος, συγκρατημένος έως να βεβαιωθεί για την ολοκλήρωση της παράδοσης, ανακοίνωσε επίσημα το χαρμόσυνο νέο συνοδευόμενο από κανονιοβολισμούς τιμής – εκατόν έναν στον αριθμό, όσοι και οι χρόνοι που είχαν περάσει από την άλωση της πόλης το 1430 (Καράβας 2014). Η Θεσσαλονίκη, από εκείνη τη στιγμή, απέκτησε έναν νέο ρόλο στη συλλογική μνήμη: έγινε σύμβολο της εθνικής ολοκλήρωσης και της επιτυχίας της “Μεγάλης Ιδέας” στα βόρεια σύνορα. Οι μαχητές του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) και οι ντόπιοι Ελληνες είδαν τις θυσίες τους να δικαιώνονται. Ο ίδιος ο Ίων Δραγούμης στα ημερολόγιά του εκφράζει την αγαλλίασή του, σημειώνοντας ότι η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον χαροποίησε ιδιαιτέρως γιατί απέτρεψε οριστικά τον κίνδυνο μόνιμων απωλειών ελληνικών εδαφών υπέρ της Βουλγαρίας (Δραγούμης 2021). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δραγούμης πρωτοστάτησε να υψώσει την ελληνική σημαία και αργότερα χαρακτηρίστηκε ως “σημαιοφόρος” της εισόδου, καταδεικνύοντας τη συναισθηματική φόρτιση των πρωταγωνιστών.

Στο εθνικό αφήγημα, η “Νύφη του Θερμαϊκού” καθιερώθηκε ως ελεύθερη ελληνική πόλη που ευγνωμονεί τους απελευθερωτές της. Κάθε χρόνο, η επέτειος της 26ης Οκτωβρίου τιμάται στη Θεσσαλονίκη με δοξολογίες, παρελάσεις και εκδηλώσεις μνήμης, συνδυάζοντας τον θρησκευτικό εορτασμό του Αγίου Δημητρίου με την ιστορική ανάμνηση της απελευθέρωσης. Παράλληλα, όμως, η ενσωμάτωση μιας τόσο πολυπολιτισμικής πόλης στο ελληνικό κράτος συνοδεύτηκε και από προκλήσεις: η Θεσσαλονίκη του 1912 είχε σύνθετη δημογραφική σύνθεση (περίπου 40% Εβραίοι, 30% Μουσουλμάνοι, 25% Έλληνες, συν μικρότερες ομάδες) (Mazower 2004). Οι Έλληνες χριστιανοί κάτοικοι υποδέχθηκαν με εκδηλώσεις ενθουσιασμού τον ελληνικό στρατό και τον βασιλιά Γεώργιο Αʼ στις 29 Οκτωβρίου, ενώ πολλοί μουσουλμάνοι αντέδρασαν με ανησυχία για το μέλλον τους υπό τη νέα διοίκηση (Mazower 2004). Η πολυπληθέστερη κοινότητα, η εβραϊκή, κράτησε αρχικά στάση επιφυλακτική έως και ψυχρή – είναι γνωστό ότι τότε κύκλοι της εβραϊκής αστικής τάξης προωθούσαν ένα σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης, ελπίζοντας σε ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων (Mazower 2004). Οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις αυτές δεν μειώνουν, ωστόσο, τον κεντρικό τόνο του ελληνικού αφηγήματος: η απελευθέρωση παρουσιάστηκε ως θρίαμβος του ελληνισμού και απαρχή μιας νέας εποχής ευημερίας για την πόλη.

Εκατό και πλέον χρόνια μετά, η σημασία της 26ης Οκτωβρίου 1912 παραμένει ζωντανή. Η Θεσσαλονίκη, ενταγμένη πλέον στον εθνικό κορμό, εξελίχθηκε σε συμπρωτεύουσα της Ελλάδας, ανακτώντας τον ιστορικό της ρόλο ως μητρόπολη της Μακεδονίας. Το γεγονός της απελευθέρωσης προβάλλεται διαρκώς ως παράδειγμα επιτυχημένου συγκερασμού πολιτικής διορατικότητας και στρατιωτικής τόλμης. Με τη σαρωτική προέλαση του 1912 και την ευφυή στρατηγική καθοδήγηση, η Ελλάδα πέτυχε ένα αποτέλεσμα που έμοιαζε ακατόρθωτο, αλλάζοντας τον χάρτη της και εκπληρώνοντας πόθους γενεών. Όπως αποδείχθηκε, η μάχη για τη Θεσσαλονίκη δεν κέρδισε μόνο μια πόλη – κέρδισε ένα εθνικό όραμα που εξακολουθεί να εμπνέει και να ενοποιεί τους Έλληνες μέχρι σήμερα.

Βιβλιογραφία

  • Δούσμανης, Βίκτωρ (1946) Απομνημονεύματα: Ιστορικαί σελίδες τάς οποίας έζησα. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου.

  • Δραγούμης, Ίων (2021) Τα «κρυμμένα» ημερολόγια (Οκτώβριος 1912 – Αύγουστος 1913), επιμ. Ν. Τσίγκας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

  • Καράβας, Σπύρος (2014) «Εκατόν ένας κανονιοβολισμοί για τη Θεσσαλονίκη», Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας (2η έκδοση). Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 327-354.

  • Hall, Richard C. (2000) The Balkan Wars 1912-1913: Prelude to the First World War. London: Routledge.

  • Mazower, Mark (2004) Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews, 1430–1950. London: HarperCollins.

No comments:

Post a Comment

Η Φωνή του Λ.Σ. δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχετε από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οιασδήποτε φύσεως ευθύνη. Για οποιαδήποτε παράπονα και διευκρινίσεις ή αν επιθυμείτε να διαγράψουμε ένα άρθρο ή ένα σχόλιο μπορείτε να στείλετε το μήνυμα σας στο group.voice.ls@gmail.com.