Η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους συζητήθηκε σήμερα ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), σε πρότυπη δίκη, έπειτα από σχετική αίτηση της ΑΔΕΔΥ.
Κεντρικό σημείο της διαδικασίας αποτελεί η ερμηνεία που θα δώσει το ΣτΕ στην ευρωπαϊκή οδηγία για τον κατώτατο μισθό, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το 2024. Η οδηγία προβλέπει την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, χωρίς να επιτρέπει διακρίσεις, όπως αυτές που διατήρησε η ελληνική κυβέρνηση όσον αφορά τα δώρα (13ος και 14ος μισθός) για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Η υπόθεση αφορά περίπου 600.000 δημοσίους υπαλλήλους και έφτασε στην Ολομέλεια μετά από αίτηση υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας. Ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση της υποχρέωσης του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και για το επίδομα θερινής άδειας, για τα έτη 2023 και 2024. Ουσιαστικά, προβάλλεται ότι υπήρξε παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα αυτά στους δημοσίους υπαλλήλους.
Η ΑΔΕΔΥ άσκησε παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος και η υπόθεση συζητήθηκε βάσει του θεσμού της πρότυπης δίκης, υπό την προεδρία του Προέδρου του ΣτΕ, Μιχάλη Πικραμένου, με εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Ι. Μιχαλακόπουλο.
Η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ενδέχεται να κρίνει καθοριστικά το αν οι δημόσιοι υπάλληλοι θα δουν την επαναφορά των δώρων τους, που έχουν καταργηθεί εδώ και πάνω από μία δεκαετία.
Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων ο εισηγητής ανέφερε:
* «Σε ό,τι αφορά την οδηγία 2022/2041, παρατηρείται ότι αυτή έχει μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 5163/2024, ο οποίος καταλαμβάνει και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής].
Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Τούτο δε, διότι, προκειμένου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Από αυτήν την άποψη ο ενάγων θεωρεί ότι δεν θεραπεύεται η πλημμέλεια της εσφαλμένης μεταφοράς της Οδηγίας από την ρύθμιση που εισήγαγε το άρ. 14 του ν. 5163/2024 και η οποία προβλέπει μία υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή των βασικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ποσό ίσο με την ονομαστική αύξηση του κατωτάτου μισθού σύμφωνα την εργατική νομοθεσία [άρθρα 134 παρ. 1, 134Γ παρ. 1 (α) του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου]».
Από την πλευρά του το Δημόσιο, όπως επισήμανε ο εισηγητής, ισχυρίζεται ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους εκπαιδευτικούς του δημοσίου τομέα, όπως ο ενάγων, δεν παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών.
Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ επισήμανε ότι τα επιδόματα νομοθετήθηκαν αρχικά το 1951 και το 2012 καταργήθηκαν, όμως τώρα δεν υπάρχουν οι οικονομικές συγκυρίες του 2012 και υπάρχει παράλειψη της Πολιτείας να τα επαναφέρει, προκειμένου οι δημόσιοι υπάλληλοι να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή νομοθεσία και η συνταγματική αρχή της ισότητας. Και ενώ υπάρχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα, τα επιδόματα δεν επαναφέρονται.
Οι συνήγοροι του Δημοσίου διατύπωσαν το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να κρίνει και εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της Πολιτείας να νομοθετήσει.
Ακόμα, υποστήριξαν οι δικηγόροι του Δημοσίου, ότι έχουν ξεπεραστεί τα όρια ελέγχου του ΣτΕ και εισέρχεται πλέον στο νομοθετικό πλαίσιο.
Το δικαστήριο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη. Οφείλει όμως να απαντήσει σε νομικές αιτιάσεις επισήμανε από έδρας ο πρόεδρος του ΣτΕ
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.
No comments:
Post a Comment
Η Φωνή του Λ.Σ. δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχετε από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οιασδήποτε φύσεως ευθύνη. Για οποιαδήποτε παράπονα και διευκρινίσεις ή αν επιθυμείτε να διαγράψουμε ένα άρθρο ή ένα σχόλιο μπορείτε να στείλετε το μήνυμα σας στο group.voice.ls@gmail.com.