Του Πλοιάρχου Λ.Σ ε.α Δημητρίου Κουκουβίνου
Η αλιεία στην Ελλάδα αποτελεί διαχρονικά έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ιδιαίτερα στις νησιωτικές και παράκτιες περιοχές. Παρά το γεγονός ότι η συνεισφορά της στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι περιορισμένη, ο ρόλος της είναι πολυδιάστατος. Παρέχει εργασία, ενισχύει τη διατροφική επάρκεια με πρωτεΐνες υψηλής διατροφικής αξίας, μειώνει την ανάγκη εισαγωγών, στηρίζει τη μεταποίηση και συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή και την πολιτισμική ταυτότητα των τοπικών κοινωνιών.
Η ελληνική αλιεία ασκείται κυρίως μέσω της θαλάσσιας αλιείας, η οποία διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες: την παράκτια (με μικρά σκάφη κοντά στην ακτή), τη μέση και την υπερπόντια (με μεγαλύτερα σκάφη και πιο σύνθετα εργαλεία όπως μηχανότρατες και γρι-γρι). Σημαντικός είναι και ο διαχωρισμός των αλιευτικών εργαλείων σε επιλεκτικά, που στοχεύουν σε συγκεκριμένα εμπορικά είδη, και μη επιλεκτικά, που απειλούν ακόμα και προστατευόμενα είδη.
Η ερασιτεχνική και αθλητική αλιεία, που διενεργείται για ψυχαγωγικούς λόγους, υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς από την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, προκειμένου να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των θαλάσσιων πόρων.
Ο ελληνικός αλιευτικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αριθμό σκαφών, φθάνοντας τα 14.018 σκάφη το 2019, εκ των οποίων το 96,5% είναι μικρά παράκτια σκάφη που χρησιμοποιούν στατικά εργαλεία. Η δραστηριότητά τους εκτείνεται σε όλη την ακτογραμμή και τα νησιά, και χαρακτηρίζεται από ποικιλία αλιευόμενων ειδών. Οι μηχανότρατες και τα γρι-γρι αντιστοιχούν σε μόλις 3,5% του στόλου αλλά συνεισφέρουν σχεδόν το 25% της συνολικής αλιευτικής παραγωγής.
Ο στόλος οργανώνεται σε πέντε κατηγορίες: στατικά εργαλεία, συρόμενα εργαλεία (μηχανότρατες), κυκλωτικά δίχτυα (γρι-γρι), σκάφη υπερπόντιας αλιείας και σκάφη σπογγαλιείας. Από το 2003 έως σήμερα, έχει σημειωθεί αισθητή μείωση του αριθμού σκαφών, ιδίως μικρών, μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων απόσυρσης, στο πλαίσιο των πολιτικών για τη βιώσιμη διαχείριση των αποθεμάτων.
Ο κλάδος της αλιείας στην Ελλάδα διαθέτει πλεονεκτήματα, όπως η μεγάλη εμπειρία, η πλούσια παράκτια γεωμορφολογία, η υψηλή επιλεκτικότητα των εργαλείων, η αυξημένη καταναλωτική ζήτηση για φρέσκα εγχώρια προϊόντα και η συμβολή της αλιείας στην απασχόληση και σε συναφείς τομείς (π.χ. εξοπλισμός, ναυπηγεία). Παράλληλα, αναπτύσσονται δράσεις περιβαλλοντικής προστασίας, όπως η εγκατάσταση τεχνητών υφάλων και η διαχείριση ευαίσθητων οικοτόπων.
Ωστόσο, υπάρχουν και σημαντικές προκλήσεις. Ανάμεσά τους, η υπερσυγκέντρωση σκαφών στα ίδια πεδία, η έλλειψη ανανέωσης στόλου λόγω περιορισμένων χρηματοδοτήσεων, η γήρανση του ανθρώπινου δυναμικού, οι ελλείψεις στην εμπορία και προώθηση, το υψηλό κόστος λειτουργίας (κυρίως καυσίμων), η ρύπανση, η υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος και οι εντάσεις με την ερασιτεχνική αλιεία. Εξωτερικές απειλές περιλαμβάνουν την παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία, την υπεραλίευση, τις ζημιές από θαλάσσια θηλαστικά και την εισβολή ξενικών ειδών όπως ο λαγοκέφαλος.
Η βιώσιμη αλιεία, η οποία αποτελεί πλέον στρατηγική επιλογή της ΕΕ, επιδιώκει την αλιευτική δραστηριότητα χωρίς να απειλείται η ισορροπία των οικοσυστημάτων και η επάρκεια των ιχθυοαποθεμάτων για τις μελλοντικές γενιές. Περιλαμβάνει τη χρήση επιλεκτικών εργαλείων, τον περιορισμό της ποσότητας και του μεγέθους των αλιευμάτων και τη χωρική διαχείριση των πεδίων αλιείας.
Η αρχή της ισορροπημένης αφαίρεσης – να αλιεύονται οργανισμοί άνω των 5 εκατοστών χωρίς να αφανίζονται όλοι οι κρίκοι του τροφικού πλέγματος – αποτελεί κεντρικό άξονα αυτής της προσέγγισης. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ) προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες ενίσχυσης, όμως στην Ελλάδα οι διαθέσιμοι πόροι παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτοι.
Σημαντικό εργαλείο για την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας αποτελούν οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές και τα αλιευτικά καταφύγια, περιοχές δηλαδή με μερική ή ολική απαγόρευση αλιευτικών δραστηριοτήτων. Η ύπαρξη τέτοιων περιοχών αυξάνει τη βιοποικιλότητα και την αφθονία των ιχθυοαποθεμάτων, προσφέροντας ταυτόχρονα προοπτικές για ανάπτυξη εναλλακτικών δραστηριοτήτων, όπως οικοτουρισμός, καταδύσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα δύο θεσμοθετημένες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές: το Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου και αυτό της Αλοννήσου στις Βόρειες Σποράδες.
Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι τεχνητοί ύφαλοι, δομές που προσομοιάζουν το φυσικό ανάγλυφο του βυθού και προσελκύουν πληθυσμούς ψαριών για αναπαραγωγή, τροφή και καταφύγιο. Οι ύφαλοι αυτοί λειτουργούν ως «πυρήνες» βιοποικιλότητας και συμβάλλουν στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων θαλάσσιων οικοσυστημάτων, καθώς και στην ενίσχυση των αλιευμάτων στις γύρω περιοχές.
Συνοψίζοντας, η αλιεία στην Ελλάδα έχει βαθιές ρίζες στην οικονομία, την παράδοση και την καθημερινότητα των τοπικών κοινωνιών. Η διατήρηση αυτής της δραστηριότητας με τρόπο βιώσιμο αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Απαιτείται ενίσχυση της επιστημονικής γνώσης, επένδυση σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, και αποτελεσματική διακυβέρνηση με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί η συνέχιση της αλιευτικής δραστηριότητας, η προστασία του θαλάσσιου πλούτου και η αειφορική ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών της Ελλάδας.
No comments:
Post a Comment
Η Φωνή του Λ.Σ. δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχετε από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οιασδήποτε φύσεως ευθύνη. Για οποιαδήποτε παράπονα και διευκρινίσεις ή αν επιθυμείτε να διαγράψουμε ένα άρθρο ή ένα σχόλιο μπορείτε να στείλετε το μήνυμα σας στο group.voice.ls@gmail.com.