Χριστούγεννα με … σαμπάνια.
Σε λίγες ημέρες θα
γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα. Ήδη ετοιμαζόμαστε από καιρό. Αγοράζουμε στολίδια,
δώρα, φαγητά, ό,τι τέλος πάντων υλικό αγαθό μας χρειάζεται ή και δε μας
χρειάζεται, για να γιορτάσουμε την περίλαμπρη αυτή ημέρα.
Γιατί όμως τόση ζέση για τα Χριστούγεννα; Και γιατί τόση η ανάγκη
να γιορτάσουμε; Με τη φαντασία μας, ας μεταφερθούμε σε μια εντατική όπου ένας
άνθρωπος είναι διασωληνωμένος και ας υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή η ένδειξη
στην οθόνη σταματά να πάλλεται και καταλήγει σε μια ευθεία γραμμή. Τότε
διαπιστώνουμε ότι ο ασθενής αυτός δε ζει πια.
Εμείς λοιπόν ως άνθρωποι
που αποτελούμαστε από σώμα και ψυχή, έχουμε ανάγκη να ζούμε. Όταν η
καθημερινότητά μας είναι γραμμική, μια βαρετή ευθεία από επαναλαμβανόμενες, άνοστες, ανούσιες
συνήθειες και ασχολίες, τότε τελματώνουμε. Η ζωή ψυχορραγεί μέσα μας. Σέρνεται
στο πάτωμα. Όμως ο όρος άνθρωπος κατά
την επικρατέστερη ετυμολογία της λέξης (άνω & θρώσκω) σημαίνει (πορεύομαι και) κοιτάω τα άνω, προς τα πάνω.
Ο άνθρωπος λοιπόν σίγουρα πρέπει να πηγαίνει προς τα μπρος αλλά κυρίως πρέπει
να στοχεύει προς τα πάνω. Και οι γιορτές έχουν αυτό το ρόλο. Του να μας βγάζουν
από την καθημερινότητα και να μας δείχνουν τον ουρανό.
Και θα απορήσει κάποιος: Πρέπει να περιμένω τα Χριστούγεννα για να
κοιτάξω προς τα πάνω; Να ψάξω το Χριστό;
Γιατί μήπως όταν γιορτάζουμε τα γενέθλια του συζύγου ή της συζύγου
μας σημαίνει ότι δεν τον ή την αναζητούμε κάθε μέρα; Δε ζούμε μαζί του ή μαζί
της συνεχώς; Φυσικά και το κάνουμε. Όμως η γιορτή είναι μια στάση. Ένα
αποκούμπι, όπου αποσταίνουμε και ξεκουραζόμαστε πνευματικά. Κι ένα εφαλτήριο
για να συνεχίσουμε να ζούμε ζωηρά τη ζωή μας.
Εδώ εύκολα διατυπώνεται μια
ένσταση. Υπάρχουν κι άνθρωποι που δε
χαίρονται τις γιορτές. Ακόμη κι αν βρίσκονται μεταξύ άφθονων υλικών αγαθών και
ανθρώπων, οι ψυχές τους δεν ξεκουράζονται. Το αντίθετο, ζορίζονται. Και πόσοι
άνθρωποι μέσα στις γιορτές δεν επιχειρούν να θέσουν τέρμα στη ζωή τους!
Όντως συμβαίνει αυτό.
Επειδή όπως λέει και το γνωστό τραγούδι, πήραμε
τη ζωή μας (και τη γιορτή μας) λάθος. Γιατί ζωή και γιορτή δε σημαίνει ένας
άνθρωπος, βυθισμένος στη μοναξιά του (αν και περιστοιχισμένος από άλλους,
ουσιαστικά μόνος) να πλέει μέσα στα υλικά αγαθά. Θα πνιγεί σε μια θάλασσα από
λίπος, ζάχαρη και οινόπνευμα.
Ζωή και γιορτή σημαίνει
συνάντηση, επικοινωνία, ένωση, αγάπη. Σημαίνει ότι το βλέμμα μου είναι στραμμένο στο βλέμμα του άλλου
και όχι στη φτερούγα της γαλοπούλας και στην ετικέτα της σαμπάνιας. Σημαίνει
ότι ανοίγω αυτή την ακριβή σαμπάνια (ή κρασί ή πορτοκαλάδα) όχι τόσο για να τη
γευτώ εγώ αλλά κυρίως για να την προσφέρω στους αγαπημένους μου. Κι ότι η χαρά
μου γι΄ αυτό είναι τόσο εκρηκτική όσο η αποκόλληση του φελλού από το στόμιό
της.
Μα θα μου πει
κάποιος: Κι εγώ που δεν έχω άνθρωπο; Που
δεν έχω κάποιον να με περιμένει ή να τον περιποιηθώ; Τότε θα παρότρυνα τον
φίλο αυτό να κάνει μια ενδοσκόπηση και να αναρωτηθεί: Μήπως αντί να κοιτάω τους άλλους πρέπει να ρίξω μια ματιά μες στην
ψυχούλα μου; Μήπως φταίω (και) εγώ που είμαι μόνος;
Αλλά ακόμη
και αν κανείς δε φταίει για την μοναξιά του ή και αν ακόμη είναι από τους
ευλογημένους ανθρώπους που έχει αγαπημένους και τους συναντά, πάντα μένει αυτή
η κίνηση προς τα πάνω. Άλλωστε για Χριστούγεννα μιλάμε. Για τα γενέθλια του
Θεού μας. Εκείνος έκανε την κίνηση προς τα κάτω, αν και δεν ώφειλε. Η αγάπη Του
όμως είναι τέτοια για το παιδί του, τον άνθρωπο, που όχι μόνο στη γη αλλά και στον Άδη έφτασε για να τον
συναντήσει. Το ίδιο δε θα έκανε άλλωστε οποιοσδήποτε πατέρας ή μάνα για τα
παιδιά τους; Ο Θεός λοιπόν κατεβαίνει στη γη για μας, γίνεται και άνθρωπος για
να μας συναντήσει. Η δική μας κίνηση ας είναι, ελεύθερη και δυναμική, προς τον
ουρανό. Ας μας οδηγήσει τώρα στην ένωση με το Θεό μας ώστε
να γίνουμε (τώρα και όχι μετά θάνατον)
άγιοι και κατά χάριν Θεοί. Τότε, δικαιωματικά και συμπληρωματικά, θα μπορούμε
να γιορτάσουμε την ένωσή μας με το Θεό και τους ανθρώπους με ένα ποτήρι
σαμπάνια… Καλά, ευλογημένα και
εκκλησιαστικά Χριστούγεννα, αγκαλιά με Θεό και ανθρώπους.
Με αγάπη Χριστού π.
Δημήτριος Βαρσαμίδης. (Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του
περιοδικού "Λιμενική Ηχώ" )