Γράφει ο Πλοίαρχος Κουκουβίνος Δημ. ΛΣ (ε.α) : Επίδραση της παράνομης μετανάστευσης στον Ελληνικό τουρισμό - Φωνή του Λ.Σ.

Breaking

10.1.24

Γράφει ο Πλοίαρχος Κουκουβίνος Δημ. ΛΣ (ε.α) : Επίδραση της παράνομης μετανάστευσης στον Ελληνικό τουρισμό


 Προσφυγική κρίση

Το προσφυγικό ζήτημα έχει αναδείξει κενά και ανεπάρκειες στους μηχανισμούς και στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνεπακόλουθο την εκδήλωση τριγμών στην εσωτερική συνοχή της Ένωσης. Η Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό, ως ενδιάμεσος χώρος στην πορεία του προσφυγικού κύματος προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, καλείται να διαχειριστεί το πρόβλημα και τον ρόλο της, δεδομένου μάλιστα ότι ο αρχικός προσανατολισμός των προσφύγων μετατοπίζεται αναγκαστικά προσωρινά και με σοβαρό το ενδεχόμενο μονιμότητάς τους στην Ελλάδα.

Η κατάσταση αυτή συνυφαίνεται με την ανάδειξη δομικών προβλημάτων που εκδηλώθηκαν στην Ευρωπαϊκή συνοχή, επηρεάζοντας τόσο την εικόνα της χώρας μας στο επίπεδο εσωτερικής διακυβέρνησης και διαχείρισης της κρίσης, την στάση της κοινωνίας έναντι της προσφυγικής κρίσης και την παράσταση της Ελλάδας διεθνώς, όπως επίσης και την συμπεριφορά γειτονικών κρατών που συνεχίζουν να εκδηλώνουν αναθεωρητικές πολιτικές, αξιοποιώντας την κρίση.

Είναι ευρέως γνωστό ότι η Ελληνική οικονομία και κοινωνία έχει κάνει τεράστιες προσπάθειες για να αντέξει την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών παρά τις πολλές απαιτήσεις των δανειστών. Ο Ελληνικός λαός, μέσα σε αυτή την οικονομική κρίση, έχει καταβάλει τεραστία προσπάθεια να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί για βοήθεια στις ανάγκες των εκατοντάδων ή και πολλές φόρες χιλιάδων προσφύγων που συνεχίζουν να φτάνουν στις Ελληνικές ακτές. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το προσφυγικό ζήτημα αποτελεί πρόβλημα ως προς το δημοσιονομικό αλλά και παραγωγικό τομέα της Ελλάδος, ειδικά, από την στιγμή που δεν υπάρχει μεγάλη βοήθεια από το εξωτερικό.

Το δημοσιονομικό κόστος για τις χώρες διέλευσης καταλήγει να είναι υψηλότερο του αρχικά αναμενόμενου τη στιγμή μάλιστα που οι αυξανόμενες μεταναστευτικέ; ροές «έρχονται» σε περιόδους που οι χώρες αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές και δημοσιονομικές προκλήσεις. Ειδικά για την χώρα μας, το υψηλότερο κόστος προκύπτει από τις αυξημένες ανάγκες ανταπόκρισης σε επιμέρους ζητήματα, ενώ ένας αριθμός προσφύγων αναμένεται να παραμείνει στην Ελλάδα, αυξάνοντας το δημοσιονομικό κόστος για τη στέγαση και διατροφή τους, τη λήψη ιατρικών προμηθειών κ.λ.π.

Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες

— *Ορισμός του Πρόσφυγα: Αφορά κάθε άνθρωπο που βρίσκεται έξω από το κράτος του οποίου είναι πολίτης εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου ότι εκεί θα υποστεί διωγμούς λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της εθνικότητάς του, ή ακόμα εξαιτίας της ιδιότητας του μέλους μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών του απόψεων / πολιτικός πρόσφυγας, και επιπλέον τού είναι αδύνατο να εξασφαλίσει προστασία από τη χώρα του, ή, εξαιτίας του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να τεθεί υπό αυτή την προστασία. Μέχρι να του αναγνωρισθεί νομικά η ιδιότητα του πρόσφυγα από μία χώρα, ένας άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται υπό το καθεστώς του «αιτούντος άσυλο». Συνήθως η αδυναμία εξασφαλίσεως προστασίας είναι αποτέλεσμα πολέμου, ωστόσο ο παραπάνω ορισμός αποκλείει τους πρόσφυγες εξαιτίας φυσικών καταστροφών.

*Ο ορισμός του Πρόσφυγα υιοθετήθηκε διεθνώς στις 28 Ιουλίου 1951 και αποτυπώθηκε στη συνθήκη που έκτοτε έγινε γνωστή ως Σύμβαση της Γενεύης «Περί του καθεστώτος των Προσφύγων». Η σύμβαση τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιουλίου 1967 και από τότε ισχύει αναλλοίωτη

— Εσωτερικοί πρόσφυγες: Μία άλλη κατηγορία ανθρώπων που ονομάζονται πρόσφυγες και δεν περιλαμβάνονται στον παραπάνω ορισμό είναι όσοι εγκαθίστανται ομαδικά σε άλλη περιοχή της δικής τους χώρας, είτε εξαιτίας φυσικών καταστροφών, είτε για άλλο λόγο πάνω από τις δυνάμεις τους.

— Ορισμός του Μετανάστη: Κατά την εγκυκλοπαιδική έννοια του όρου μετανάστευση είναι, η για διάφορους λόγους, εγκατάλειψη του πατρικού εδάφους από ανθρώπους. Κατά την κοινωνιολογική έννοια του όρου είναι κάθε φυσική μετάβαση ατόμων και ομάδων από μία κοινωνία σε κάποια άλλη, ή κάθε γεωγραφική μετακίνηση μεγάλου αριθμού ατόμων, ή η μεταφορά ανθρώπινου και εργατικού δυναμικού από μία περιοχή σε μία άλλη. Με τον όρο «μετανάστης» εννοούμε εκείνο το μέλος μίας κοινωνίας που εγκαταλείπει εκούσια την χώρα του. Ο βασικός σκοπός αυτών των μετακινήσεων ήταν και παραμένει κυρίως οικονομικός. Η μετανάστευση στο τέλους του 19ου και στην αρχή του 20ου αιώνα ήταν υπερπόντια, ενώ με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την ανάπτυξη της βιομηχανικής περιόδου, η μετακίνηση πληθυσμών, είχε κύριο τόπο προορισμού, την Ευρώπη. Η μετανάστευση είναι κάτι μεγάλο και επικίνδυνο. Μια μορφή της μετανάστευσης μπορεί να θεωρηθεί και η λαθρομετανάστευση η οποία ενέχει μέσα της το στοιχείο του «παρανόμου»,.

Πιο συγκεκριμένα η ανεπιθύμητη εισροή μεταναστών αναφέρεται συνήθως:

● Σε εκείνους που διέρχονται τα σύνορα παράνομα.

● Σε εκείνους που έχουν εισέλθει νόμιμα, αλλά παραμένουν για διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που καλύπτει η βίζα ή η άδεια εργασίας τους.

● Στα μέλη των οικογενειών που βρίσκονται οι ίδιοι νόμιμα σε μια χώρα, αλλά δεν υπάρχει βούληση να επεκταθεί το δικαίωμα παραμονής και στο επίπεδο όλης της οικογένειας. ● Σε εκείνους που ζητούν πολιτικό άσυλο, αλλά δεν θεωρούνται πολιτικοί πρόσφυγες στην πραγματικότητα. Μία εξέταση του φαινομένου από την πλευρά της ανθρώπινης προσέγγισης αποδεικνύει συνήθως ότι πρόκειται για άτομα που έχουν υποστεί κακουχίες. Οι αποστάσεις που διανύουν είναι μεγάλες και δύσκολες. Οι ηλικίες τους ποικίλουν από μικρά παιδιά έως ενήλικες. Συνήθως μεταναστεύουν για να αποφύγουν την τυραννική διακυβέρνηση ή τις πολιτικές διώξεις των χωρών που προέρχονται, με δυσβάστακτο συνήθως κόστος για τους ίδιους. Από αυτούς, ένα μεγάλο ποσοστό πεθαίνει και χάνεται ή άλλες φορές αντιμετωπίζει πρωτοφανή εκμετάλλευση διαθέτοντας ότι χρήματα έχει για τους «λαθρομεταφορείς» που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη τους.

Η παράνομη μετανάστευση αποτελεί το βασικό αίτιο που δυσχεραίνει την εκτίμηση του μεγέθους των μεταναστών και των μεταναστευτικών ροών σε κάθε χώρα. Οι αρχές κάθε χώρας αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εντοπισμού και καταγραφής των μεταναστών που διαμένουν παράνομα στη χώρα, με αποτέλεσμα τα στατιστικά δεδομένα που συγκεντρώνονται από τους αρμόδιους φορείς να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Η μετανάστευση και η λαθρομετανάστευση από παλιά ήταν η πιο μεγάλη περιπέτεια στη ζωή του ανθρώπου.
Οι δύο παραπάνω ορισμοί, του «πρόσφυγα» και του «μετανάστη» αφορά ανθρώποις που συνεχίζουν να μετακινούνται από εμπόλεμες περιοχές προς την Ευρώπη. Οι έννοιες αυτές, παρόλο που είναι οικίες στην καθημερινότητα μας, δεν ταυτίζονται μεταξύ τους και για το λόγο αυτό χρειάζεται να γίνει διαχωρισμός των προαναφερθέντων εννοιών. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ως επί το πλείστον, την σημερινή εποχή θεωρούνται πρόσφυγες πολέμου, και όχι μετανάστες, όπως τους αποκαλούν αρκετοί και έρχονται στην Ε.Ε για να ζητήσουν άσυλο. Πρόκειται για μια μορφή διεθνούς προστασίας που παρέχεται σε άτομα που εγκαταλείπουν τη χώρα καταγωγής τους και οι οποίοι δεν μπορούν να επιστρέψουν λόγω βάσιμου φόβου διώξεων. Η ΕΕ έχει νομική και ηθική υποχρέωση να προστατεύσει αυτούς που έχουν ανάγκη. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και για την απόφαση όσον αφορά το ποιοι θα τύχουν προστασίας.

Οι αιτούντες άσυλο είναι υπήκοοι κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που εισέρχονται νόμιμα ή παράνομα στη χώρα υποδοχής, έχουν καταθέσει αίτηση για άσυλο και αναμένουν την έγκρισή της. Είναι άτομα που εγκατέλειψαν τη χώρα τους λόγω πολιτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων και που η επιστροφή τους σε αυτές εγκυμονεί κινδύνους για την ακεραιότητά τους εξαιτίας της φυλετικής τους ταυτότητας ή πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, δεν έχουν το δικαίωμα εργασίας εκτός και αν αποκτήσουν την αντίστοιχη άδεια. Αν και τα κράτη-μέλη έχουν την αρμοδιότητα για την επεξεργασία των αιτήσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει κοινούς κανόνες ως προς την πολιτική ασύλου βάση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους Πρόσφυγες. Σήμερα, το βασικό ευρωπαϊκό έγγραφο πολιτικής ασύλου είναι ο Κανονισμός του Δουβλίνου ΙΙ, σύμφωνα με τον οποίο κάποιος δικαιούται να ζητήσει άσυλο μόνο στη χώρα εισόδου του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη περίπτωση που εντοπιστεί σε άλλο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επαναπροωθείται στη χώρα εισόδου.

Συνέπειες για τους πρόσφυγες – μετανάστες

Θετικές:

● Εξασφαλίζουν την επιβίωση τους και καλύτερο επίπεδο ζωής από αυτό που τους πρόσφερε η χώρα τους, όταν καταλήγουν σε χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο.

● Όσοι προέρχονται από καθημαγμένες από τον πόλεμο περιοχές, καταφέρνουν να αποφύγουν το θάνατο για τους ίδιους και τα παιδιά τους.

● Βρίσκουν ασφάλεια στη χώρα που τους φιλοξενεί, αν διώκονταν στη χώρα τους για τις πολιτικές τους απόψεις.

● Έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Τους παρέχουν περισσότερες ευκαιρίες και καλύτερο μέλλον.

Αρνητικές:

● Αποτελούν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από ανάλγητα άτομα κατά τη μεταφορά τους.

● Ορισμένοι από αυτούς δεν κατορθώνουν ποτέ να φτάσουν στη χώρα της ‘επαγγελίας’, αφού πεθαίνουν από τις κακουχίες / έλλειψη νερού και φαγητού, κόπωση, δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ασθένειες, ναυάγια, ρίψη στη θάλασσα από τους δουλεμπόρους για να μη συλληφθούν οι ίδιοι.

● Αρκετοί από αυτούς συλλαμβάνονται και προωθούνται πάλι στη χώρα τους ή ζουν υπό δύσκολες συνθήκες σε στρατόπεδα υποδοχής και συγκέντρωσης προσφύγων.

● Τους εκμεταλλεύονται οικονομικά. Εργάζονται πολλές φορές σε σκληρές συνθήκες με χαμηλό ημερομίσθιο και ανασφάλιστοι. Ορισμένες φορές δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας και στερούνται την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

● Αρκετές γυναίκες κακοποιούνται και υπό τη βία αναγκάζονται να εκδίδονται. Οδηγούνται στην πορνεία.

● Στην ξένη χώρα ζουν συχνά σε καθεστώς παρανομίας και γι’ αυτό βιώνουν διαρκώς το φόβο μήπως συλληφθούν.

● Ζουν σε δύσκολες βιοτικές συνθήκες, αφού δεν έχουν τα οικονομικά μέσα / κατοικία, τροφή κ.α.

● Είναι δύσκολο να προσαρμοστούν σε μια ξένη χώρα με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και πολιτισμό. Έχουν και το πρόβλημα της συνεννόησης, αφού δεν γνωρίζουν τη γλώσσα.

● Ζουν μακριά από την οικογένειά τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα και την πατρίδα τους. Αισθάνονται ξένοι.

● Αντιμετωπίζουν πολλές φορές το ρατσισμό των ντόπιων. Δύσκολα αισθάνονται αποδεκτοί. Αντιμετωπίζονται υποτιμητικά και με καχυποψία.

Συνέπειες για τη χώρα προέλευσης

Θετικές:

● Οι μετανάστες στέλνουν στη χώρα τους πολύτιμο συνάλλαγμα.

● Κάποιοι επιστρέφουν στη χώρα τους και αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα με τα χρήματα που έχουν συγκεντρώσει.

● Μεταφέρουν στη χώρα τους θετικά στοιχεία από τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής τους.

● Δημιουργούν γέφυρες επικοινωνίας με τις νέες πατρίδες τους.

Αρνητικές:

● Χάνει ένα μέρος του εργατικού δυναμικού της και μάλιστα τους νέους που θα μπορούσαν να προσφέρουν στην ανάπτυξη της χώρας τους.

● Ερημώνονται πληθυσμιακά ορισμένες περιοχές.

 

Συνέπειες για τη χώρα στην οποία καταφεύγουν

Θετικές:

● Εξασφαλίζει φτηνά εργατικά χέρια. Πολλές εργασίες θα κόστιζαν πολύ περισσότερο αν γίνονταν από ντόπιους.

● Υπάρχει εργατικό δυναμικό σε τομείς όπου παρατηρούνταν έλλειψη εργατικών χεριών,π.χ. αγροτικός, κτηνοτροφικός, βιομηχανικός χώρος.

● Οι μετανάστες, αμειβόμενοι με χαμηλά ημερομίσθια, συμβάλλουν στη μείωση του πληθωρισμού.

● Οι μετανάστες συμβάλλουν στη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος με τις εισφορές που καταβάλλουν, σε χώρες όπου παρατηρείται γήρανση του ντόπιου πληθυσμού.

● Μπορούν να αποτελέσουν γέφυρα φιλίας ανάμεσα στη χώρα όπου φιλοξενούνται και στη χώρα προέλευσης τους.

Αρνητικές:

● Αυξάνεται η ανεργία των ντόπιων σε ορισμένους τομείς αφού οι μετανάστες εργάζονται με χαμηλότερο ημερομίσθιο και συχνά ανασφάλιστοι.

● Ενισχύεται η παρανομία και η εγκληματικότητα, όταν οι μετανάστες δεν μπορούν να επιβιώσουν με άλλο τρόπο ή γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ντόπιους παρανόμους.

● Απειλείται με αλλοίωση η πληθυσμιακή σύνθεση των χωρών στις οποίες καταφεύγουν, όταν ο αριθμός των μεταναστών είναι τεράστιος.

Ελληνική μεταναστευτική πολιτική

Τα βασικά σημεία μεταναστευτικών νόμων ψηφίστηκαν το 1991, το 2001 το 2005 και το 2007. Τα προγράμματα νομιμοποίησης ανεπίσημων μεταναστών έλαβαν χώρα το 1998, το 2001 και το 2005. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι πολιτικές ελίτ, τα Ελληνικά πολιτικά κόμματα, οι εργατικές ενώσεις, διάφοροι κοινωνικοί φορείς όπως οι ΜΚΟ / μη κυβερνητικές οργανώσεις και η εκκλησία στην διαμόρφωση της Ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής αναδεικνύοντας σύμπνοια μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων μέχρι πρόσφατα στο ζήτημα αυτό.

Η Ελληνική μεταναστευτική πολιτική χαρακτηρίζεται από μία λογική η οποία διαιωνίζει το πρόβλημα της προσωρινότητας με την βραχυπρόθεσμης προοπτικής μέτρων που λαμβάνονται από την πολιτεία αφήνοντας συνεχώς σε μετέωρη θέση τους μετανάστες μέσα στην Ελληνική κοινωνία. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την οργάνωση της Ελληνικής πολιτικής για την μετανάστευση την χωρίσουμε σε τρεις περιόδους: — Την πρώιμη φάση / 1991-2001, κατά την διάρκεια της οποίας υπήρχε μετανάστευση στην Ελλάδα χωρίς όμως το κράτος να λαμβάνει κάποια μέτρα για την συνολική αντιμετώπιση του φαινομένου.

Στις αρχές του 1990 η Ελλάδα δεν είχε νομοθετικό πλαίσιο για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών /όλα ρυθμίζονταν από το ν.4310 του 1929 αναθεωρημένο το 1948 που αφορούσε θέματα μεταναστευτικών ροών. Ο πρώτος νόμος που ρύθμιζε θέματα μετανάστευσης ήταν ο ν.1975 του 1991 με το τίτλο «Είσοδος, έξοδος, παραμονή, εργασία, απέλαση αλλοδαπών, διαδικασία αναγνώρισης προσφύγων και άλλες διατάξεις». Ουσιαστικά ο νόμος αυτός καθιστούσε ανέφικτη την είσοδο και εγκατάσταση των ξένων στη χώρα μας με σκοπό την εργασία. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως πολλοί μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν και βρήκαν δουλειά χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα. Πολλοί ερευνητές εκτιμούν ότι την περίοδο αυτή ζούσαν και εργάζονταν στην Ελλάδα τουλάχιστον 400.000 ανεπίσημοι μετανάστες, μετανάστες «χωρίς χαρτιά». Στα τέλη του 1997 εκδόθηκαν δύο προεδρικά διατάγματα που εισήγαγαν το πρώτο πρόγραμμα νομιμοποίησης ανεπίσημων μεταναστών στην Ελλάδα.

— Την φάση ενηλικίωσης / 2001-2005, όπου το 2001 ψηφίζετε ο πρώτος συνολικός νόμος 2910 με τίτλο «Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια. Κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις». Ο ν. 2910/2001 ψηφίστηκε ως μέσο καταπολέμησης της μη νόμιμης μετανάστευσης, για να εξυπηρετήσει η μετανάστευση την Ελληνική αγορά εργασίας και να προστατευθεί η Ελληνική κοινωνία από την ανεξέλεγκτη κατάσταση της μαζικής παρουσίας μεταναστών χωρίς χαρτιά. Στην πραγματικότητα ο νόμος δεν έδινε σημασία στην σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία για την μετανάστευση.

— Την φάση ωρίμανσης / 2005 έως σήμερα, όπου η χώρα καλείται να συνειδητοποιήσει τον ρόλο της ως χώρα υποδοχής και να χαράξει πολιτική για την διαχείριση της νόμιμης και παράτυπης μετανάστευσης καθώς και για την ένταξη των μεταναστών. Στις 23 Αυγούστου του 2005, ψηφίστηκε ένας νέος νόμος ο 3386/2005, ο οποίος ρύθμιζε θέματα μετανάστευσης. Ο νόμος αυτός ίσχυε από 1.1.2006 και τροποποιήθηκε το Φεβρουάριο του 2007 με το νόμο 3536/2007 ”Ειδικές ρυθμίσεις θεμάτων μεταναστευτικής πολιτικής και λοιπών ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης”. Αυτοί οι δύο νόμοι περιλαμβάνουν προγράμματα νομιμοποίησης των παράνομα διαμενόντων αλλοδαπών.

Τα σύνορα της Ελλάδας είναι τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εκ τούτου η κατάσταση σε ότι αφορά στις μεταναστευτικές ροές, τόσο στα βόρεια σύνορα της / Έβρος, όσο και στα ανατολικά της σύνορα / νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου με την Τουρκία σηματοδοτεί μία δυνατή κρίση, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί σε συνεργασία με την ΕΕ.

Η κρίση αυτή δυστυχώς, χωρίς να παραβλέψουμε την ανθρωπιστική της διάσταση, έχει επιφέρει κατ περιόδους βαρύτατες συνέπειες στον Ελληνικό τουρισμό. Ο τουρισμός στην Ελλάδα συμμετείχε στο ΑΕΠ της χώρας με ποσοστό +/- 25% και καταλάμβανε το +/- 40% της εποχιακής απασχόλησης.

Την μεγαλύτερη τουριστική κρίση βίωσαν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου λόγω των μεγάλων μεταναστευτικών ροών. Οι ροές αυτές έγιναν πιο έντονες από το καλοκαίρι του 2015 και οι συνέπειες σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής ήταν ολέθριες.

Σημαντικό βέβαια και πρέπει να τονισθεί εδώ, είναι και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν οι υψηλές μεταναστευτικές αυτές ροές στα νησιά μας οι οποίες μάλιστα είναι και οι σοβαρότερες.

Επιδράσεις στον Ελληνικό τουρισμό από ροές παράνομης μετανάστευσης

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει κατά περιόδους έντονες ροές. παράνομης μετανάστευσης. Η ένταση του φαινομένου αυξάνει από τις μεγάλες κοινωνικό – οικονομικό – πολιτικές μεταβολές σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής, το πόλεμο στη Συρία τα προηγούμενα έτη, σε συνδυασμό με παράγοντες όπως η γεωφυσική δομή της Ελλάδας, η εκτεταμένη ακτογραμμή της και το πλήθος των νησιών και βραχονησίδων της. Λόγω της γειτνίασής της με χώρες που δεν είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια περιοχή που η ειρήνη κατ περιόδους δοκιμάζεται σκληρά, είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει συνθήκες εισροής προσφύγων και λαθρομεταναστών οι οποίοι προορίζονται όχι μόνο για την Ελληνική Επικράτεια, αλλά κυρίως για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Η αλλαγή καθεστώτων σε ορισμένες χώρες, καθώς και οι μετακινήσεις προσφύγων και ατόμων χωρίς επαρκείς πόρους συντήρησης από χώρες της Αφρικής και της Ασίας εντείνουν ακόμα περισσότερο το φαινόμενο.

Η παρουσία μεγάλου αριθμού προσφύγων κατά περιόδους, προκάλεσε κοινωνική πίεση καθώς και πίεση στον τομέα των υποδομών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ζητήματα ανθεκτικότητας των προορισμών. Η μαζικότητα αυτών σε τουριστικούς προορισμούς επέδρασε στην τουριστική ζήτηση και προσφορά, καθώς προκάλεσε διάφορα συναισθήματα στους τουρίστες και επηρέασε τη συνολική ταξιδιωτική εμπειρία και την πρόθεσή τους να επισκεφθούν τον εκάστοτε προορισμό. Παρά τις επιδράσεις που δύνανται να προκληθούν, από τις ταξιδιωτικές κρατήσεις και τη συρρίκνωση της ενεργής τουριστικής περιόδου, δεν παρατηρείται σήμερα δραματική μείωση των διανυκτερεύσεων στα ξενοδοχεία. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους.

Πρώτον, γιατί κάποιοι μεμονωμένοι τουρίστες, όπως οι προερχόμενοι από χώρες που έχουν δεχθεί λαθρομεταναστευτικές ροές, είναι εξοικειωμένοι με το ζήτημα των προσφύγων και κατ’ επέκταση είναι εύκολη η προσαρμογή τους σε τέτοιους προορισμούς.

Δεύτερον, η Ελληνική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να διαχειριστεί το προσφυγικό ζήτημα, έχει προβεί στο παρελθόν σε άμεσες λύσεις μετεγκατάστασης των προσφύγων, μέσω προγραμμάτων, σε ξενοδοχεία λιγότερο γνωστών αλλά εξίσου τουριστικών περιοχών στην ηπειρωτική χώρα. Υπάρχουν αρκετά παράδειγμα τέτοιων τουριστικών περιοχών, που εξ ολοκλήρου είναι ενταγμένα σε προγράμματα που προβλέπουν φιλοξενία προσφύγων σε ξενοδοχεία.

Ολοένα και περισσότερα ξενοδοχεία της χώρας μας, εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την ένταξή τους σε προγράμματα φιλοξενίας προσφύγων. Πρόκειται για μια θετική λύση που προσφέρει όφελος πέραν των ξενοδόχων από την εισοδηματική τους ενίσχυση, και στους τοπικούς επιχειρηματίες, με τη θετική συνεισφορά των προσφύγων στην τοπική αγορά.

Ωστόσο, οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η φιλοξενία των προσφύγων στον επιχειρηματικό και τοπικό κόσμο ποικίλλει.

Κάποιοι ξενοδόχοι τουριστικών περιοχών θεωρούν ότι το εισόδημα που λαμβάνουν από την κυβέρνηση τους επιτρέπει να διατηρήσουν ένα μέρος της επιχείρησής τους σε λειτουργία και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση στους μετανάστες. Ωστόσο, είναι πολλοί ιδιοκτήτες τουριστικών επιχειρήσεων που ανησυχούν για το μέλλον τους, υποστηρίζοντας πως είναι τόσο εξαρτημένοι από τον τουρισμό, που ακόμη και μια μικρή αμφιβολία των τουριστών για την επιλογή αυτού του προορισμού, τους οδηγεί στο να απαιτούν άμεσα την επίλυση του ζητήματος της διαμονής των προσφύγων.

Έρευνες έχουν δείξει ότι η στάση των εμπλεκόμενων φορέων και ομάδων ως προς τη διαχείριση του προσφυγικού φαινομένου διαδραματίζει ζωτικό ρόλο και αναδεικνύει την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ τους ως σημαίνουσα πρακτική. Δεδομένου λοιπόν ότι το προσφυγικό ζήτημα θα συνεχίζει να υπάρχει, οι ίδιοι θα μπορούσαν με δράσεις που έχουν προοπτική για τους πρόσφυγες, να καταφέρουν να ενισχύσουν μια νέα κουλτούρα φιλοξενίας και μέσα από την εξέταση προτύπων συμπεριφοράς, να επιτύχουν τελικά μια ομαλή συμβίωση μεταξύ αυτών και των ντόπιων.

Όταν όμως τα σημεία εισόδου των προσφύγων βρίσκονται σε τουριστικές περιοχές, των οποίων η οικονομική ευημερία εξαρτάται κυρίως από τον τουρισμό, παρά την αρχική έκφραση του ανθρωπισμού, η τοπική κοινότητα μπορεί τελικά να ενοχληθεί, φοβούμενη την απώλεια τουριστικών θέσεων εργασίας και εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της αρνητικής δημοσιότητας των παγκόσμιων μέσων ενημέρωσης, κατά περιόδους που το φαινόμενο είναι έντονο.

Ο τουρισμός δεν είναι μόνο ζωτικής σημασίας υπηρεσία αλλά άκρως σημαίνουσα για την ανάπτυξη της οικονομίας ενός προορισμού, η τουριστική συμπεριφορά είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη σε ψυχολογικές και κοινωνικές επιρροές, προσωπικές ευαισθησίες και βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις. Οι μεγάλες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές ενδέχεται να έχουν τέτοιο αντίκτυπο στον τουρισμό, λόγω του αντίκτυπου τους στους εμπλεκόμενους φορείς .
Γενικότερα, απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση για τη διαχείριση του ζητήματος, ώστε να επέλθουν θετικά αποτελέσματα, που σε κάθε περίπτωση θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Επιπλέον, η παρέμβαση σχετικά με τη βελτίωση των συνθηκών της διαβίωσης προσφύγων και μεταναστών θα πρέπει να είναι άμεση και σφαιρική, να αφορά δηλαδή όλους τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλιώς θα κλιθούν να αντιμετωπίσουν την κληρονομιά μιας ανθρωπιστικής καταστροφής. Η ορθότερη διαχείριση του ζητήματος, εφόσον πρόκειται για τουριστικούς προορισμούς, απαιτεί συνεργασία πέραν των ηγετών, όλων των εμπλεκόμενων φορέων και ομάδων, δηλαδή των τοπικών αρχών, των επιχειρήσεων του κλάδου και φυσικά του κράτους.

Μια εποικοδομητική συνεργασία, θα ήταν αυτή μεταξύ των υπουργείων μετανάστευσης, τουρισμού, επικοινωνίας και πολιτισμού . Αυτή θα είναι ικανή να άρει τα ενδεχόμενα αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές αντιλήψεις και να δημιουργήσει ένα κλίμα ευγενούς άμιλλας. Μιας και η Ελλάδα αδυνατεί να αντιμετωπίσει το διεθνούς σημασίας ζήτημα μόνη της, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να συνεργαστούν στενότερα με το Ελληνικό κράτος, προκειμένου να ενδυναμωθεί και να ανευρεθεί μακροπρόθεσμη βιώσιμη λύση για την αντιμετώπισή του.

Συμπέρασμα

Το προσφυγικό ζήτημα, με εκατομμύρια ανθρώπους να στρέφονται προς στην Ευρώπη για να ξεφύγουν κυρίως από πολεμικές συρράξεις, υπήρξε το φαινόμενο που ενδεχομένως χαρακτήρισε το 2015 και 2016. Ωστόσο, με τις ροές των ανθρώπων που αναζητούσαν την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή να συνεχίζονται αμείωτες, η κατάσταση κλιμακώθηκε περαιτέρω στις αρχές του 2016, παίρνοντας διαστάσεις κρίσης που έφτασε να απειλεί τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών στην ιστορία, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να έχουν εισέλθει στην Ευρώπη, η κατάσταση άρχισε να παίρνει διαστάσεις που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η τουριστική στάση των Ελλήνων απέναντι στο προσφυγικό δεν την επηρέασε στο σύνολο της. Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε για την τουριστική συμπεριφορά των Ελλήνων το καλοκαίρι του 2016, παρατηρήθηκε ότι δεν θεώρησαν σημαντικό πρόβλημα του προσφυγικού για να ακυρώσουν ή να μην πραγματοποιήσουν τις διακοπές τους σε μέρος όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πρόσφυγες. Γίνεται κατανοητό ότι στο σύνολο της η Ελλάδα δεν είχε πρόβλημα με τους πρόσφυγες και οι Έλληνες έδειξαν κατανόηση στην κατάσταση που επικρατούσε αφού όλο αυτό συμβαίνει εξαιτίας του πολέμου και όχι επειδή το επέλεξαν. Ωστόσο, μπορεί στο σύνολο η Ελλάδα να μην αντιμετώπισε πρόβλημα, το ίδιο όμως δεν μπορούν να δηλώσουν και τα σημεία συγκέντρωσης προσφύγων όπως στη Χίο, Κω, Κάλυμνο, Μυτιλήνη, Λέρο κ.α., τα πρώτα νησιά της Ελλάδος που συνάντησαν ερχόμενοι στην Ελλάδα, στην προσπάθεια τους να περάσουν στην Κεντρική Ελλάδα.

Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η μετανάστευση μείωσε το κόστος παραγωγής και αύξησε την κατανάλωση και τις επενδύσεις προς όφελος της Ελληνικής οικονομίας συνολικά, αφήνοντας τα ζητήματα ανισότητας Όμως, το 2010, ο συνδυασμός των εισροών μεταναστών και προσφύγων από την Τουρκία και η εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης, οδήγησε την Ελληνική οικονομία σε δυσμενή κατάσταση. Η χώρα δηλαδή είχε γίνει ήδη γίνει θέμα διεθνούς ενδιαφέροντος, λόγω της κεντρικής της θέσης στην παγκόσμια οικονομική κρίση, των συνεχιζόμενων αγώνων σχετικά με τη διόγκωση του χρέους και τα αυστηρά μέτρα λιτότητας ως προς τη διαχείριση αυτού.

Του Πλοιάρχου Λ.Σ Δημητρίου Κουκουβίνου ε.α